κραταιότης

κραταιότης
(-ητος) η сила; мощь; могущественность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κραταιότης" в других словарях:

  • κραταιότητα — κραταιότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιότητι — κραταιότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιότητος — κραταιότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιότητα — η (AM κραταιότης, ητος) [κραταιός] 1. ύπαρξη μεγάλης δύναμης κάθε είδους, ισχύς, σθεναρότητα, επιβλητικότητα, παντοδυναμία («ἐταράχθησαν τὰ ὄρη ἐν τῆ κραταιότητι αὐτοῡ», ΠΔ) 2. η κατίσχυση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»